- σθένεια
- τὰ, Α [σθένος]αγώνισμα, δοκιμασία δύναμης στο Άργος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σθένεια — a trial of strength neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σθένεια — ἡ, Α [σθένος] (ως προσωνυμία τής Αθηνάς) σθεναρή, ισχυρή … Dictionary of Greek
σθενείων — σθένεια a trial of strength neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσθένεια — ἡ, Α ενωμένη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σθένεια (< σθενής < σθένος), πρβλ. α σθένεια] … Dictionary of Greek
σθενιάς — άδος, ἡ, Α η Σθένεια*. η Αθηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σθένος + επίθημα ι άς, ι άδος (πρβλ. πολ ι άς)] … Dictionary of Greek